-
1 εθνικοποίηση
[-ις (-εως)] η национализация -
2 εθνικοποίηση
nationalisation -
3 millileşme
εθνικοποίηση -
4 millileştirme
εθνικοποίηση -
5 ulusallaştırma
εθνικοποίηση -
6 nationalisation
εθνικοποίηση -
7 национализация
-и θ.1. εθνικοποίηση•промышленности εθνικοποίηση βιομηχανίας• -- земли εθνικοποίηση της γης.
2. εισαγωγή της εθνικής γλώσσας σ όλα τα ιδρύματα και οργανώσεις. -
8 национализация
-
9 национализация
η εθνικοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > национализация
-
10 национализация
национализацияж ἡ ἐθν(ικ)οποίηση[-ις], ἡ κρατικοποίηση [-ις]:\национализация земли ἡ ἐθνικοποίηση τῆς γής. -
11 националиэация
[νατσυαναλιζάτσυγια] ουσ. Θ. εθνικοποίηση -
12 националиэация
[νατσυαναλιζάτσυγια] ουσ θ εθνικοποίηση -
13 земля
земля 1-и, αιτ. землю, πλθ. земли, γεν. земель, δοτ. землям θ.1. γη, γήινη σφαίρα, ο πλανήτης μας•земля вращается вокруг солнца η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο.
2. η ξηρά.3. έδαφος•плодородная земля εύφορη γη•
бесплодная земля άγονη γη•
песчаная земля αμμώδες έδαφος•
пахотная земля καλλιεργήσιμη γη•
обетованная земля γη της επαγγελίας•
национализация -и εθνικοποίηση της γης•
церковные -и τα τσιφλίκια της εκκλησίας (βακούφικα): помещичья земля η τσιφλικάδικη γη•
колхозная земля κολχόζνικη γη.
|| χώμα•жирная земля παχύ χώμα•
рыхлая земля αφράτο χώμα•
бросить на -ю ρίχνω καταγής (χάμω)•
лечь на -ю ξαπλώνω καταγής.
|| χώρα, τόπος, κράτος•он живт в чужой земле αυτός ζει σε ξένη χώρα•
необитаемые -и ακατοίκητα μέρη.
4. παλ. άκρη, φόντος με διακόσμηση υφάσματος ή χαρτιού.εκφρ.словно из -и ή из-под -и – εμφανίζομαι σαν τον Φαντομά (απροσδόκητα)•-и под собой не слышать ή не чуять – κ.τ.τ. πετώ από τη χαρά μου.земля 2-и θ.παλαιά ονομασία του γράμματος «З».
См. также в других словарях:
εθνικοποίηση — εθνικοποίηση, η και εθνοποίηση, η 1. το να γίνεται κάτι εθνικό (κρατικό), δηλ. κτήμα του κράτους, η κρατικοποίηση. 2. η μεταβίβαση στο κράτος ή σε συλλογικά όργανά του της ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης ορισμένων μέσων παραγωγής, που ανήκουν σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek
κοινωνικοποίηση — Η διαδικασία μέσω της οποίας το άτομο εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο, αποκτώντας κοινωνική συμπεριφορά που είναι αποδεκτή από την κοινωνική ομάδα. Ειδικότερα, η κοινωνική ψυχολογία χρησιμοποιεί τον όρο κ. για την εξελικτική διαδικασία με την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… … Dictionary of Greek
Πλήθων ή Γεμιστός, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1360; – Μιστράς 1452). Βυζαντινός φιλόσοφος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ένας από τους κύριους εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Τίποτα σχεδόν δεν είναι γνωστό για τη νεότητα και τις σπουδές του. Βέβαιο πάντως είναι ότι… … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
εθνοποίηση — η εθνικοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εθνοποίησις μαρτυρείται από το 1822 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σχεδιασμός — Όρος που χρησιμοποιείται στις επιχειρήσεις και αφορά την οργάνωση εργασίας, με τον καθορισμό των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για την επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων και των μεθόδων, για την επίτευξή τους. Στηρίζεται στο σαφή καθορισμό των… … Dictionary of Greek